resero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

resero < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

resero (la) (reserō1, reserāvī, reserātum, reserāre)

  1. ξεκλειδώνω, ανοίγω
  2. αποκαλύπτω

Κλίση[επεξεργασία]