restructure
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | restructure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | restructures |
αόριστος | restructured |
παθητική μετοχή | restructured |
ενεργητική μετοχή | restructuring |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]restructure (en)
- αναδιαρθρώνω
- ⮡ The bank is restructuring its clients’ debts to help them.
- Η τράπεζα αναδιαρθρώνει τα χρέη των πελατών της για να τους βοηθήσει.
- ⮡ The government is restructuring the healthcare system to make it more efficient.
- Η κυβέρνηση αναδιαρθρώνει το σύστημα υγείας για να γίνει πιο αποτελεσματικό.
- ⮡ The university is planning to restructure its academic programs.
- Το πανεπιστήμιο σχεδιάζει να αναδιαρθρώσει τα προγράμματα σπουδών του.
- ⮡ The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
- Ο δήμος αναδιάρθρωσε το δίκτυο μεταφορών του για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
- ⮡ The bank is restructuring its clients’ debts to help them.