Μετάβαση στο περιεχόμενο

restructure

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας restructure
γ΄ ενικό ενεστώτα restructures
αόριστος restructured
παθητική μετοχή restructured
ενεργητική μετοχή restructuring

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
restructure < re- + structure

restructure (en)

  • αναδιαρθρώνω
      The bank is restructuring its clients’ debts to help them.
    Η τράπεζα αναδιαρθρώνει τα χρέη των πελατών της για να τους βοηθήσει.
      The government is restructuring the healthcare system to make it more efficient.
    Η κυβέρνηση αναδιαρθρώνει το σύστημα υγείας για να γίνει πιο αποτελεσματικό.
      The university is planning to restructure its academic programs.
    Το πανεπιστήμιο σχεδιάζει να αναδιαρθρώσει τα προγράμματα σπουδών του.
      The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
    Ο δήμος αναδιάρθρωσε το δίκτυο μεταφορών του για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.