retrofit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]retrofit (en)
- ξενοεγκαθιστώ/αλλοεγκαθιστώ· προσαρμόζω/εγκαθιστώ ξένο εξάρτημα/συστατικό· που δεν υπήρχε στον αρχικό σχεδιασμό