riddling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

riddling

  1. η επίλυση γρίφων
  2. η ενασχόληση με γρίφους (ή με την επίλυσή τους)
  3. η αινιγματολογία, η γριφολογία, ο αινιγματικός-αινιγματώδης-γριφώδης λόγος, ομιλία γεμάτη γρίφους