riechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʁiːçn̩/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : rie‐chen
Ρήμα
[επεξεργασία]riechen (de)
- μυρίζω
- das riecht gut - μυρίζει ωραία