riechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
riechen (de)
- μυρίζω
- das riecht gut - μυρίζει ωραία
riechen (de)