roost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roost (en)

  1. κούρνια, το μέρος όπου κοιμάται ένα πουλί

roost (en)

  1. κουρνιάζω, κοιμάμαι (για πουλιά)
  2. επιστρέφω σπίτι