Μετάβαση στο περιεχόμενο

rostrum

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rostrum (en)

  1. εξέδρα, βήμα ομιλητή
  2. ρύγχος δελφινιού, δεινόσαυρου κτλ. οποιοδήποτε ραμφώδες ρύγχος ζώου (όμως όχι το ράμφος)