ruiniĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ruiniĝi < ruin- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ruiniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ruiniĝas ruiniĝanta ruiniĝata
αόριστος ruiniĝis ruiniĝinta ruiniĝita
μέλλοντας ruiniĝos ruiniĝonta ruiniĝota
υποθετική ruiniĝus - -
προστακτική ruiniĝu - -

ruiniĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]