słoń
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]słoń < πρωτοσλαβική slonъ
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]słoń (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο), (κοινά) ο ελέφαντας
słoń < πρωτοσλαβική slonъ
słoń (pl) αρσενικό