słuch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /swux/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

słuch (pl) θηλυκό

  • μία από τις αισθήσεις, η ακοή

Συγγενικά[επεξεργασία]