sangiovese

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /san.d͡ʒoˈve.ze/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sangiovese (it) αρσενικό

  1. μία από τις δύο ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούνται στην Τοσκάνη και τη Ρομάνια
  2. (ποτό) κάθε κόκκινο κρασί που παράγεται από αυτά τα σταφύλια

Πηγές[επεξεργασία]