sangramento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
sangramento (pt) < sangrar + -mento
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sangramento (pt) θηλυκό και hemorragia
sangramento (pt) < sangrar + -mento
sangramento (pt) θηλυκό και hemorragia