sans domicile fixe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
sans domicile fixe (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ο άστεγος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Χρησιμοποιείται και η συντομομορφή SDF.