santorum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sænˈtɔɹəm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

santorum (en)

  • υποπροϊόν του πρωκτικού σεξ, που αποτελείται από ένα μείγμα λιπαντικού και περιττωμάτων