santorum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]santorum (en)
- υποπροϊόν του πρωκτικού σεξ, που αποτελείται από ένα μείγμα λιπαντικού και περιττωμάτων
santorum (en)