saraç

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

saraç (tr)

  • σελοποιός, σαμαράς, κάποιος που φτιάχνει και/ή πουλάει σέλες, ηνία και όλα τα σχετικά εξαρτήματα