σελοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σελοποιός οι σελοποιοί
      γενική του σελοποιού των σελοποιών
    αιτιατική τον σελοποιό τους σελοποιούς
     κλητική σελοποιέ σελοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελοποιός < σέλα[1] + -ο- + -ποιός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /se.lo.piˈos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σελοποιός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]