σαγματοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγματοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαγματοποιός < σάγμα σαγματ- + -ο- + -ποιός [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /saɣ.ma.to.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαγ‐μα‐το‐ποι‐ός
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐γμα‐το‐ποι‐ός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγματοποιός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγματοποιός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σαγματοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σαγματοποιός | οἱ | σαγματοποιοί | ||||
γενική | τοῦ | σαγματοποιοῦ | τῶν | σαγματοποιῶν | ||||
δοτική | τῷ | σαγματοποιῷ | τοῖς | σαγματοποιοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | σαγματοποιόν | τοὺς | σαγματοποιούς | ||||
κλητική ὦ! | σαγματοποιέ | σαγματοποιοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαγματοποιώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σαγματοποιοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγματοποιός αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- σαγματοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ποιός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)