σαγματοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαγματοποιός οι σαγματοποιοί
      γενική του σαγματοποιού των σαγματοποιών
    αιτιατική τον σαγματοποιό τους σαγματοποιούς
     κλητική σαγματοποιέ σαγματοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαγματοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαγματοποιός < σάγμα σαγματ- + -ο- + -ποιός [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saɣ.ma.to.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαγ‐μα‐το‐ποι‐ός
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐γμα‐το‐ποι‐ός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαγματοποιός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαγματοποιός οἱ σαγματοποιοί
      γενική τοῦ σαγματοποιοῦ τῶν σαγματοποιῶν
      δοτική τῷ σαγματοποι τοῖς σαγματοποιοῖς
    αιτιατική τὸν σαγματοποιόν τοὺς σαγματοποιούς
     κλητική ! σαγματοποιέ σαγματοποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαγματοποιώ
γεν-δοτ τοῖν  σαγματοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαγματοποιός < σάγμα, σαγματ- (ελληνιστική σημασία: σαμάρι) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαγματοποιός αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]