σαγματοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαγματοποιείο < σάγματ(ος) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγματοποιείο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαγματοποιείο
|