savagery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

savagery (en)

  1. αγριότητα, η κατάσταση του να είναι κανείς άγριος
    the noble savagery
  2. αγριότητα, άγρια συμπεριφορά ή πράξη