scientist
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scientist | scientists |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scientist (en)
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας
Scientists are ready for their new invention.
- Οι επιστήμονες είναι έτοιμοι για τη νέα τους εφεύρεση.