scientist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scientist | scientists |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scientist (en)
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας
- ⮡ Scientists are ready for their new invention.
- Οι επιστήμονες είναι έτοιμοι για τη νέα τους εφεύρεση.
- ⮡ Scientists are ready for their new invention.