se contracter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
se contracter (fr)
- συσπώμαι, συστέλλομαι
- le coeur se contracte et se dilate - η καρδιά συστέλλεται και διαστέλλεται
- (μεταφορικά) σκληραίνω
- quand il a entendu sa voix, son visage s'est contracté - όταν άκουσε τη φωνή του, το πρόσωπό του σκλήρυνε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη contraction