seng
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
seng (da) κοινό
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
seng (no) αρσενικό ή θηλυκό