sensoifiĝinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
sensoifiĝinta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]sensoifiĝinta (eo)
- αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος sensoifiĝi
sensoifiĝinta
sensoifiĝinta (eo)