sensoifiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα sensoifiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | sensoifiĝas | sensoifiĝanta | sensoifiĝata |
αόριστος | sensoifiĝis | sensoifiĝinta | sensoifiĝita |
μέλλοντας | sensoifiĝos | sensoifiĝonta | sensoifiĝota |
υποθετική | sensoifiĝus | - | - |
προστακτική | sensoifiĝu | - | - |
sensoifiĝi (eo)