ξεδιψώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksɛ.ði.ˈpsɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεδιψώ
- (μεταβατικό) σβήνω τη δίψα κάποιου, τον κάνω να μη διψάει πια
- πιες αυτό και θα σε ξεδιψάσει
- (αμετάβατο) σβήνω τη δίψα μου
- πιες αυτό να ξεδιψάσεις