satisfy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | satisfy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | satisfies |
αόριστος | satisfied |
παθητική μετοχή | satisfied |
ενεργητική μετοχή | satisfying |
Ρήμα
[επεξεργασία]satisfy (en) (μεταβατικό)
- ικανοποιώ, κάνω κάποιον να νιώσει ευχαρίστηση πραγματοποιώντας κάτι που επιθυμούσε
- ⮡ Nothing satisfies him.
- Δεν τον ικανοποιεί τίποτα.
- ⮡ Nothing satisfies him.
- ικανοποιώ, παρέχω ό,τι ζητείται ή χρειάζεται
- (επίσημο) ικανοποιώ, βεβαιώνω κάποιον ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι έχει γίνει
- ⮡ Her explanation did not satisfy the teacher.
- Η εξήγησή της δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο.
- ⮡ All you have to do is satisfy the court he is not at risk.
- Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βεβαιώσεις το δικαστήριο ότι δεν διατρέχει κίνδυνο.
- ⮡ Her explanation did not satisfy the teacher.