Μετάβαση στο περιεχόμενο

satisfy

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας satisfy
γ΄ ενικό ενεστώτα satisfies
αόριστος satisfied
παθητική μετοχή satisfied
ενεργητική μετοχή satisfying

satisfy (en) (μεταβατικό)

  1. ικανοποιώ, κάνω κάποιον να νιώσει ευχαρίστηση πραγματοποιώντας κάτι που επιθυμούσε
      Nothing satisfies him.
    Δεν τον ικανοποιεί τίποτα.
  2. ικανοποιώ, παρέχω ό,τι ζητείται ή χρειάζεται
      Production was not enough to satisfy the increased demand.
    Η παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση.
      I am willing to satisfy your every demand.
    Είμαι πρόθυμος να ικανοποιήσω κάθε απαίτησή σας.
     συνώνυμα:  indulge
  3. (επίσημο) ικανοποιώ, βεβαιώνω κάποιον ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι έχει γίνει
      Her explanation did not satisfy the teacher.
    Η εξήγησή της δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο.
      All you have to do is satisfy the court he is not at risk.
    Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βεβαιώσεις το δικαστήριο ότι δεν διατρέχει κίνδυνο.