sezon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sezon (pl) αρσενικό
- η σεζόν
- (παρωχημένο) η εποχή ( έτους)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sezon (ro)
- η εποχή