sezon
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sezon (pl) αρσενικό
- η σεζόν
- (παρωχημένο) η εποχή ( έτους)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sezon (ro)
- η εποχή