Μετάβαση στο περιεχόμενο

shako

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shako (en)

  • υπερμεγέθες στρατιωτικό καπέλο (περασμένων αιώνων συνήθως) με λοφίο, φτερά και pom-pom