Μετάβαση στο περιεχόμενο

shortage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
shortage shortages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shortage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η έλλειψη, κατάσταση στην οποία δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι ή πράγματα που χρειάζονται
    παράδειγμα  There is a shortage of gas.
    Υπάρχει έλλειψη βενζίνας.
    παράδειγμα  the drought and the resultant water shortage - η ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία