shortage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η έλλειψη, κατάσταση στην οποία δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι ή πράγματα που χρειάζονται
There is a shortage of gas.
- Υπάρχει έλλειψη βενζίνας.
the drought and the resultant water shortage - η ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία