single-handedly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

single–handedly

  • χωρίς βοήθεια, ενεργώ ολομόναχος, κάνω κάτι μόνος μου