sklo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης:

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sklo (cs) ουδέτερο

  1. το γυαλί
  2. το τζάμι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sklo (sk) ουδέτερο

  1. το γυαλί