slash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]slash (en)
- σχισμή, χαρακιά
- (πληροφορική) βλ. συνώνυμο forward slash
Επίθετο
[επεξεργασία]slash (en)
slash (en)
slash (en)