smil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
smil (da) αρσενικό
- το χαμόγελο
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
smil (no) ουδέτερο
- το χαμόγελο
smil (da) αρσενικό
smil (no) ουδέτερο