χαμόγελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμόγελο | τα | χαμόγελα |
γενική | του | χαμόγελου | των | χαμόγελων |
αιτιατική | το | χαμόγελο | τα | χαμόγελα |
κλητική | χαμόγελο | χαμόγελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαμόγελο < χαμογελώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaˈmo.ʝe.lo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαμόγελο ουδέτερο
- ελαφριά έκφραση του προσώπου, κυρίως του στόματος και των ματιών, χωρίς φωνή. Εκφράζει ικανοποίηση ή ειρωνεία.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαμόγελο