Μετάβαση στο περιεχόμενο

smile

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /smaɪl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
smile smiles

smile (en)

  • το χαμόγελο
      A smile lit up his face.
    Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του.
      He wiped the smile off his lips.
    Έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη του.
ενεστώτας smile
γ΄ ενικό ενεστώτα smiles
αόριστος smiled
παθητική μετοχή smiled
ενεργητική μετοχή smiling

smile (en)

  • (αμετάβατο) χαμογελάω, χαμογελαστός, έχω την έκφραση ενός χαμόγελου στο πρόσωπό μου
      Why are you smiling?/What are you smiling at?
    Γιατί χαμογελάς;
      She was smiling from ear to ear.
    Χαμογελούσε όλο της το πρόσωπο.
      He greeted me smiling.
    Με χαιρέτησε χαμογελώντας/χαμογελαστός.
      a smiling child - χαμογελαστό παιδί

Παράγωγα

[επεξεργασία]