smile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
smile | smiles |
smile (en)
- το χαμόγελο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | smile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smiles |
αόριστος | smiled |
παθητική μετοχή | smiled |
ενεργητική μετοχή | smiling |
smile (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- smile - Oxford Learner's Dictionaries
- smile - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)