soğuk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

soğuk (tr)

  1. κρύος
  2. çok soğuk: (κάνει) πολύ κρύο