solv-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

solv- < αγγλική dissolve...

Ρίζα[επεξεργασία]

solv- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επιλύω

Παράγωγα[επεξεργασία]

...