Μετάβαση στο περιεχόμενο

dissolve

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας dissolve
γ΄ ενικό ενεστώτα dissolves
αόριστος dissolved
παθητική μετοχή dissolved
ενεργητική μετοχή dissolving

dissolve (en)