sovaĝiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sovaĝiĝi < sovaĝ- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα sovaĝiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας sovaĝiĝas sovaĝiĝanta sovaĝiĝata
αόριστος sovaĝiĝis sovaĝiĝinta sovaĝiĝita
μέλλοντας sovaĝiĝos sovaĝiĝonta sovaĝiĝota
υποθετική sovaĝiĝus - -
προστακτική sovaĝiĝu - -

sovaĝiĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

sovagxigxi, sovaghighi, sovag'ig'i