sovaĝiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα sovaĝiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | sovaĝiĝas | sovaĝiĝanta | sovaĝiĝata |
αόριστος | sovaĝiĝis | sovaĝiĝinta | sovaĝiĝita |
μέλλοντας | sovaĝiĝos | sovaĝiĝonta | sovaĝiĝota |
υποθετική | sovaĝiĝus | - | - |
προστακτική | sovaĝiĝu | - | - |
sovaĝiĝi (eo)