sterniĝonta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
sterniĝonta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]sterniĝonta (eo)
- μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος sterniĝi
sterniĝonta
sterniĝonta (eo)