submetiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα submetiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | submetiĝas | submetiĝanta | submetiĝata |
αόριστος | submetiĝis | submetiĝinta | submetiĝita |
μέλλοντας | submetiĝos | submetiĝonta | submetiĝota |
υποθετική | submetiĝus | - | - |
προστακτική | submetiĝu | - | - |
submetiĝi (eo)