Μετάβαση στο περιεχόμενο

subtract

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας subtract
γ΄ ενικό ενεστώτα subtracts
αόριστος subtracted
παθητική μετοχή subtracted
ενεργητική μετοχή subtracting

subtract (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • αφαιρώ, βγάζω από ένα μέγεθος (ποσό, αριθμό κτλ.) ένα μέρος έτσι ώστε να το κάνω μικρότερο
      Subtract 6 from 10.
    Αφαίρεσε το 6 από το 10.
      By subtracting the cost of production from the selling price, we find the net profit.
    Αφαιρώντας από την τιμή πωλήσεως το κόστος παραγωγής βρίσκουμε το καθαρό κέρδος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]