subtract
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | subtract |
γ΄ ενικό ενεστώτα | subtracts |
αόριστος | subtracted |
παθητική μετοχή | subtracted |
ενεργητική μετοχή | subtracting |
Ρήμα
[επεξεργασία]subtract (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- αφαιρώ, βγάζω από ένα μέγεθος (ποσό, αριθμό κτλ.) ένα μέρος έτσι ώστε να το κάνω μικρότερο
- ⮡ Subtract 6 from 10.
- Αφαίρεσε το 6 από το 10.
- ⮡ By subtracting the cost of production from the selling price, we find the net profit.
- Αφαιρώντας από την τιμή πωλήσεως το κόστος παραγωγής βρίσκουμε το καθαρό κέρδος.
- ⮡ Subtract 6 from 10.