surteriĝata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
surteriĝata
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
surteriĝata (eo)
- ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος surteriĝi
surteriĝata
surteriĝata (eo)