surteriĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα surteriĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | surteriĝas | surteriĝanta | surteriĝata |
αόριστος | surteriĝis | surteriĝinta | surteriĝita |
μέλλοντας | surteriĝos | surteriĝonta | surteriĝota |
υποθετική | surteriĝus | - | - |
προστακτική | surteriĝu | - | - |
surteriĝi (eo)
- πέφτω στη γη, τσακίζομαι