tero
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tero | teroj |
αιτιατική | teron | terojn |
tero (eo)
- η γη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tero | teroj |
αιτιατική | teron | terojn |
tero (eo)