surteriĝonta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

surteriĝonta

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

surteriĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος surteriĝi