swingle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
μονολεκτικό Ουσιαστικό[επεξεργασία]
swingle (en)
- κόπανος, τμήμα κρούσης κόπανου με κινητό (-ά) μέρος (-η)
- κόπανος λιναριού ή άλλου φυτού (ώστε να απομακρυνθούν-φύγουν-πεταχτούν-διαχωριστούν οι μη φαγώσιμες ίνες)
Ρήμα[επεξεργασία]
swingle (en)
- κοπανίζω, κοπανώ