symptomatic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

symptomatic (en)

  1. συμπτωματικός (για ασθένεια)
    symptomatic treatment - συμπτωματική θεραπεία
    symptomatic hypoglycaemia - συμπτωματική υπογλυκαιμία
  2. που αποτελεί σύμπτωμα
    the new law is symptomatic of an undemocratic society - ο νέος νόμος είναι σύμπτωμα μιας αντιδημοκρατικής κοινωνίας