symptomatic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]symptomatic (en)
- συμπτωματικός (για ασθένεια)
- symptomatic treatment - συμπτωματική θεραπεία
- symptomatic hypoglycaemia - συμπτωματική υπογλυκαιμία
- που αποτελεί σύμπτωμα
- the new law is symptomatic of an undemocratic society - ο νέος νόμος είναι σύμπτωμα μιας αντιδημοκρατικής κοινωνίας