szwagier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

szwagier (pl) αρσενικό

  1. ο κουνιάδος
  2. ο άντρας της αδελφής, ο γαμπρός