take someone on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
take someone on (en)
- τα βάζω με κάποιον
- προσλαμβάνω κάποιον
- take someone/something on: αναλαμβάνω κάποιον/κάτι δύσκολο
take someone on (en)