take someone on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

take someone on (en)

  1. τα βάζω με κάποιον
  2. προσλαμβάνω κάποιον
  3. take someone/something on: αναλαμβάνω κάποιον/κάτι δύσκολο